- ἰκμαμένος
- ἰκμαμένοςSee also: s. αἰχμή
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
ā̆ik̂- : ī̆k̂- — ā̆ik̂ : ī̆k̂ English meaning: spear, pike Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen” Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… … Proto-Indo-European etymological dictionary